- μεταγγισμός
- μεταγγ-ισμός, ὁ, metaph.,A transmigration,
ὁ ἐξ ἀλόγων ζῴων ἢ εἰς ἄλογα μ. Hierocl.Prov.p.172
B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁ ἐξ ἀλόγων ζῴων ἢ εἰς ἄλογα μ. Hierocl.Prov.p.172
B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταγγισμός — ο (ΑM μεταγγισμός) [μεταγγίζω] νεοελλ. μσν. μετάγγιση μσν. αρχ. (για τη μετεμψύχωση) η μετάβαση τής ψυχής σε άλλο σώμα … Dictionary of Greek
μεταγγισμοῦ — μεταγγισμός transmigration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγγισμούς — μεταγγισμός transmigration masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγγισμῷ — μεταγγισμός transmigration masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγγισμόν — μεταγγισμός transmigration masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)